ἀποστρέφω

ἀποστρέφω
ἀπο-στρέφω, [dialect] Dor. [tense] aor.
A

ἀποστράψαι SIG 244 ii 16

(Delph.); [dialect] Ion. [tense] aor.

ἀποστρέψασκε Il.22.197

, etc.: [tense] pf.

ἀπέστροφα LXX 1 Ki.6.21

:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut.

-στρέψομαι X.Cyr.5.5.36

, Plu.2.387c: [tense] aor. -εστράφην [ᾰ], S.OC1272, etc.; later

-εστρεψάμην LXXHo.8.3

, prob. in Ar.Nu.776: [tense] fut.

-στρᾰφήσομαι LXXNu.25.4

, al.: [tense] pf.

-έστραμμαι Hdt.1.166

, etc.: [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] plpf. -εστράφατο ibid.;

-έστρεμμαι PSI4.392.11

(iii B.C.): —turn back: hence, either turn to flight,

ὄφρ' . . Ἀχαιοὺς αὖτις ἀποστρέψῃσιν Il.15.62

, etc., cf. Hdt. 8.94; or turn back from flight, X.Cyr.4.3.1; send home again, Th.4.97, 5.75; ῥῆμα bring back word, LXX4 Ki.22.9; ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας having twisted back the hands and feet so as to bind them, Od.22.173,190,cf. S.OT1154;

τὸν ὦμον Ar.Eq.263

;

ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι Ar.Lys.455

;

ἀ. τὸν αὐχένα Hdt.4.188

; guide back again,

ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας Od.3.162

; ἴχνι' ἀποστρέψας having turned the steps of the oxen backwards so as to make it appear that they had gone the other way, h.Merc.76; turn away, avert,

αὐχέν' ἀποστρέψας Thgn.858

;

ἀπέστρεψ' ἔμπαλιν παρηΐδα E.Med. 1148

; but

τὸ πρόσωπον πρός τινα Plu.Publ.6

; bring back, recall,

ἐξ ἰσθμοῦ X.An.2.6.3

; φῶτας ἀπέστρεψεν Περσεφόνης θαλάμων [Emp.] 156.4.
2 turn away or aside, divert, v.l. in Th.4.80, etc.; ὕδατα cut off water from a besieged town, Ph.Bel.97.4;

τὸν Κάϋστρον SIG 839.14

([place name] Ephesus);

τὸν πόλεμον ἐς Μακεδονίαν Arr.An.2.1.1

; avert a danger, an evil, etc.,

πῆμ' ἀ. νόσου A.Ag.850

([place name] Porson); prevent, Dsc. 2.136; rebut,

δίκην Ar.Nu.776

(v. supr.);

ἀ. τύχην μὴ οὐ γενέσθαι Antipho6.15

codd.;

ἀ. εἰς τοὐναντίον τοὺς λόγους Pl.Sph.239d

;

τὰς πράξεις εἰς τοὺς ἀντιδίκους Arist.Rh.Al.1442b6

.
3

ἀ. τινά τινος

dissuade from,

X.Eq.Mag.1.12

;

τινὰ ἀπὸ τοῦ λήμματος Din.2.23

;

πότων ἀ. τοὺς στομάχους D.H.Dem.15

.
II as if intr. (sc. ἑαυτόν, ἵππον, ναῦν, etc.), turn back, Th.6.65;

ἀ. ὀπίσω Hdt.4.43

;

ἀ. πάλιν S.OC 1403

.
2 turn away or aside, Hdt.8.87; of a river, Id.4.52;

τἀναντία ἀ. X.HG3.4.12

.
B [voice] Pass., to be turned back, ἀπεστράφθαι τοὺς ἐμβόλους, of ships, to have their beaks bent back, Hdt.1.166; ἀποστραφῆναι . . τὼ πόδε to have one's feet twisted, Ar.Pax279;

τρίχες ἀπεστραμμέναι

closecurled,

Arist.Phgn.809b26

.
II [voice] Med. and [voice] Pass., turn oneself from or away,

ἀπεστραμμέναι ἀπ' ἀλλήλων Id.HA611a6

;

ἀπεστραμμένοι

back to back,

Apollod.Poliorc.145.2

: esp.,
1 turn one's face away from, abandon, c. acc., Phoc.2, Sallust.3;

ἐχθροῦ ἀξίωσιν Epicur. Fr.215

;

μή μ' ἀποστραφῇς S.OC1272

;

μή μ' ἀποστρέφου E.IT801

, cf. Ar.Pax683, X.Cyr.5.5.36, PSIl.c.;

τὸ θεῖον ῥᾳδίως ἀπεστράφης E. Supp.159

: also c. gen.,

ἄψορρος οἴκων τῶνδ' ἀποστραφείς S.OT431

: c. dat.,

ἀστεφανώτοισι ἀπυστρέφονται Sapph.78

: abs.,

μὴ πρὸς θεῶν . . ἀποστραφῇς S.OT326

; ἀπεστραμμένοι λόγοι hostile words, Hdt.7.160;

τὴν διάνοιαν ἀποστ ρέφεσθαι

to be alienated,

Phld.Lib.p.80

.
2 turn oneself about, X.Cyr.1.4.25; ἅρματα ἀπεστραμμένα ὥσπερ εἰς φυγήν ib.6.2.17; ἀποστραφῆναι λυγιζόμενος escape by wriggling, Pl.R. 405c.
3 ἀποστραφῆναί τινος fall off from one, desert him, X. HG4.8.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποστρέφω — turn back pres subj act 1st sg ἀποστρέφω turn back pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεστραμμένα — ἀποστρέφω turn back perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεστραμμένᾱ , ἀποστρέφω turn back perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφεσθε — ἀποστρέφω turn back pres imperat mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφετε — ἀποστρέφω turn back pres imperat act 2nd pl ἀποστρέφω turn back pres ind act 2nd pl ἀποστρέφω turn back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέφῃ — ἀποστρέφω turn back pres subj mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres ind mp 2nd sg ἀποστρέφω turn back pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψει — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd sg (epic) ἀποστρέφω turn back fut ind mid 2nd sg ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψουσι — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστρέψουσιν — ἀποστρέφω turn back aor subj act 3rd pl (epic) ἀποστρέφω turn back fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποστρέφω turn back fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”